Βρετανικός, Κλαύδιος Τιβέριος Γερμανικός — (Tiberius Claudius Germanicus Britannicus, Ρώμη 41 – 55 μ.Χ.). Ρωμαίος, γιος του αυτοκράτορα Κλαύδιου και της Μεσσαλίνας. Η Σύγκλητος του έδωσε την ονομασία Βρετανικός μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του πατέρα του εναντίον των Βρετανών (43 μ.Χ.). Η… … Dictionary of Greek
βρετανικός — ή, ό ο αγγλικός: Οι Ινδίες ήταν παλιότερα τμήμα της βρετανικής αυτοκρατορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αστήρ Βρετανικός — Εβδομαδιαίο ελληνικό περιοδικό, το πρώτο εικονογραφημένο στην ελληνική βιβλιογραφία των περιοδικών εντύπων (19ος αι.). Ιδρυτής και διευθυντής του υπήρξε ο Στέφανος Ξένος … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek
βαρωνέτος — ο βρετανικός τίτλος ευγενείας, ενδιάμεσος μεταξύ βαρώνου και ιππότη … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… … Dictionary of Greek
μπαλ — (BAL, αρκτικόλεξο του British Anti Lewisite). Αντίδοτο μιας πολεμικής χημικής ουσίας (λεβισίτης) που περιέχει αρσενικό. Το παρασκεύασε μια ομάδα Άγγλων επιστημόνων κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου (1941)· οφείλει την αποτελεσματικότητά… … Dictionary of Greek